funding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η χρηματοδότηση, χρηματοδοτικός
a project with private funding - έργο με ιδιωτική χρηματοδότηση
the funding policy of the government - η χρηματοδοτική πολιτική της κυβέρνησης
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]funding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του fund