fundo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fundo | fundoj |
αιτιατική | fundon | fundojn |
fundo (eo)
- ο πυθμένας
Σύνθετα[επεξεργασία]
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fundo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰew-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική χέω
- fundo < fundus
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
fundo (la) (fundō1, fūdī, fūsum, fundĕre) (Δεν απαντούν όλοι οι τύποι της μέσης φωνής)
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (fundo, fudi, fusum, fundere)
|
Ρήμα 2[επεξεργασία]
fundo (la) (fundō1, fundāvī, fundātum, fundāre) (Δεν απαντούν όλοι οι τύποι της μέσης φωνής)
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (fundo, fundavi, fundatum, fundare)
|