furniture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

furniture (en) (μη μετρήσιμο)

  • το έπιπλο
    ⮡  Our furniture is new.
    Τα έπιπλα μας είναι καινούρια.
    ⮡  We want three more pieces of furniture.
    Θέλουμε τρία έπιπλα ακόμα.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Το ουσιαστικό furniture είναι αμέτρητο αλλά χρησιμοποιούμε την έκφραση piece(s) of όταν πρέπει να μετρήσουμε
    ⮡  the piece of furniture - το έπιπλο
    ⮡  the furniture - τα έπιπλα