furthermore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
furthermore (en) (χωρίς παραθετικά)
- (επίσημο) επιπλέον, επιπρόσθετα
- ↪ You will need money; furthermore, you will also need a passport.
- Θα χρειαστείς χρήματα, επιπλέον θα χρειαστείς και διαβατήριο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
- ↪ You will need money; furthermore, you will also need a passport.