fuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fuse (en)
- το φιτίλι
- ο πυροκροτητής
- (η) ηλεκτρική ασφαλεία τήξης (ανοιχτού κυκλώματος)· η ασφάλεια, συσκευή που προφυλάσσει από υπερφόρτωση του δικτύου
Ρήμα[επεξεργασία]
- συντήκω
- συγκεράζομαι