fuseau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fuseau < παλαιά γαλλική fus, υποκοριστικό του λατινικού fusus, αδράχτι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fy.zo/

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fy.zo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
fuseau fuseaux

fuseau (fr) αρσενικό

  1. το αδράχτι
  2. (κατ' επέκταση) η μορφή του αδραχτιού
    colonne en fuseau
    jambes en fuseau

Εκφράσεις

[επεξεργασία]