fuso
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fuso | fusi |
fuso (it)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fuso (es)
- εραλδικό σύμβολο