fuss
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- ΔΦΑ : /fʌs/
- ⓘ Audio (ΗΠΑ) (βοήθεια·αρχείο)
fuss (en)
- φασαρία
- ↪ The children are making too much fuss in their rooms.. - Τα παιδιά κάνουν πολύ φασαρία μέσα στα δωμάτιά τους..
- ντόρος, φασαρία για κάποιο θέμα ή πρόβλημα
- ↪ Don't make such a fuss for a minor problem! - Μην κάνεις τόση φασαρία για ένα μικρό πρόβλημα!