futile
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
futile | futiles |
futile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]futile (en)
- μάταιος (αναποτελεσματικός)
ενικός | πληθυντικός |
futile | futiles |
futile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
futile (en)