futo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- futo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | futo | futoj |
αιτιατική | futon | futojn |
futo (eo)
- το πόδι (μονάδα μέτρησης)