génialité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
génialité | génialités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
génialité (fr) θηλυκό
- το χαρακτηριστικό του ιδιοφυής
ενικός | πληθυντικός |
génialité | génialités |
génialité (fr) θηλυκό