géométral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό géométral géométraux
θηλυκό géométrale géométrales

Επίθετο[επεξεργασία]

géométral (fr)

  • (για τεχνικό σχέδιο) που διατηρεί τις πραγματικές διαστάσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]