Μετάβαση στο περιεχόμενο

gérontophile

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
gérontophile gérontophiles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gérontophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]