güldürmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

güldürmek < gül + -dür + -mek

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɟʏl.dʏɾˈmɛc/

Ρήμα[επεξεργασία]

güldürmek (tr)

  • κάνω κάποιον να γελάσει
    ※  Güldürme beni, o evi hangi parayla alacağım?
    Μη με κάνεις να γελάσω, με ποια χρήματα θα αγοράσω αυτό το σπίτι;

Κλίση[επεξεργασία]