Μετάβαση στο περιεχόμενο

gülmek

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gülmek < (κληρονομημένο) πρωτοτουρκική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɟylˈmec/
τυπογραφικός συλλαβισμός: gülmek

gülmek (tr)

  • γελάω
      Geldiğini görünce gülmeye başladım. — Όταν τον είδα να έρχεται, άρχισα να γελώ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]