Μετάβαση στο περιεχόμενο

głębokość

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

głębokość (pl) θηλυκό

  • το βάθος, η απόσταση από την επιφάνεια μέχρι το βυθό ή το κάτω μέρος αντικειμένου

Συγγενικά

[επεξεργασία]