Μετάβαση στο περιεχόμενο

gabardine

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gabardine < (άμεσο δάνειο) ισπανική gabardina

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡa.baʁ.din/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gabardine gabardines

gabardine (fr) θηλυκό

  1. ύφασμα βαμβακερό ή μάλλινο
  2. η γκαμπαρντίνα