gabardine
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gabardine < (άμεσο δάνειο) ισπανική gabardina
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡa.baʁ.din/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gabardine | gabardines |
gabardine (fr) θηλυκό
- ύφασμα βαμβακερό ή μάλλινο
- η γκαμπαρντίνα