gabarit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gabarit < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gabarit | gabarits |
gabarit (fr) αρσενικό
- πρότυπο τεχνικού εξαρτήματος σε αληθινές διαστάσεις
- (κατ’ επέκταση) σχήμα της εξωτερικής μορφής εξαρτήματος που χρησιμεύει στην επαλήθευση των διαστάσεών του
- εργαλείο μέτρησης για την επαλήθευση των διαστάσεων
- προκαθορισμένες διαστάσεις ή μορφές
- πρότυπο
- διάσταση, μέγεθος
- (κατ’ επέκταση) un grand gabarit - μεγαλόσωμος άνθρωπος· un petit gabarit - βραχύσωμος άνθρωπος