gabelou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gabelou < gabelle
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gabelou | gabelous |
gabelou (fr) αρσενικό
- φορολογικός υπάλληλος που συγκεντρώνει την gabelle
- (ειρωνικό) τελωνειακός υπάλληλος