gabelou

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gabelou < gabelle

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡa.blu/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gabelou gabelous

gabelou (fr) αρσενικό

  1. φορολογικός υπάλληλος που συγκεντρώνει την gabelle
  2. (ειρωνικό) τελωνειακός υπάλληλος