gaffe
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gaffe (en)
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]gaffe (it)
- πληθυντικός του gaffa