gaffe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gaffe (en)
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) λαβή που έχει στην άκρη του μια αιχμή ή/και ένα αγκίστρι. Χρησιμεύει για να αρπάξει ένα σκοινί, ένα ψάρι, κ.α.
Ουσιαστικό 3[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
gaffe (it)
- πληθυντικός του gaffa