Μετάβαση στο περιεχόμενο

gaieté

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gaieté gaietés

gaieté (fr) θηλυκό