gaja
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gaja | gajaj |
αιτιατική | gajan | gajajn |
gaja (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gaja | gajaj |
αιτιατική | gajan | gajajn |
gaja (eo)