Μετάβαση στο περιεχόμενο

gale

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
gale gales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gale (en)



      ενικός         πληθυντικός  
gale gales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gale (fr) θηλυκό