Μετάβαση στο περιεχόμενο

galerie

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
galerie galeries

galerie (fr) θηλυκό

  1. η γκαλερί
  2. η στοά, η γαλαρία