galette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
galette | galettes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
galette (fr) θηλυκό
- η βασιλόπιτα
- στρογγυλό γλυκό
ενικός | πληθυντικός |
galette | galettes |
galette (fr) θηλυκό