Μετάβαση στο περιεχόμενο

galette

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
galette galettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

galette (fr) θηλυκό

  1. η βασιλόπιτα
  2. στρογγυλό γλυκό