galiote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
galiote galiotes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

galiote (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • galiote στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια