gallinacé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gallinacé | gallinacés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gallinacé (fr) αρσενικό
- το ορνιθόμορφο
ενικός | πληθυντικός |
gallinacé | gallinacés |
gallinacé (fr) αρσενικό