gambă

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gambă (ro)

  • το μέρος του ποδιού από το γόνατο ως τον αστράγαλο, η κνήμη, η γάμπα