gamin
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/ˈɡamɪn,-mã/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gamin (en)
- παιδί του δρόμου, χαμίνι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gamin | gamins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gamin (fr) αρσενικό