Μετάβαση στο περιεχόμενο

gape

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gape gapes

gape (en)

ενεστώτας gape
γ΄ ενικό ενεστώτα gapes
αόριστος gaped
παθητική μετοχή gaped
ενεργητική μετοχή gaping

gape (en)

  1. χάσκω, κοιτάζω κάτι και ανοίγω το στόμα διάπλατα με έκπληξη
    παράδειγμα  What are they all gaping at?
    Γιατί χάσκουν όλοι αυτοί;
    παράδειγμα  Don’t gape at it, do something!
    Μη χάσκεις, κάνε κάτι!
    παράδειγμα  He was gaping at store window.
    Κοίταζε με το στόμα ανοιχτό μια βιτρίνα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stare
  2. χάσκω, παρουσιάζει ένα απειλητικό άνοιγμα
    παράδειγμα  A chasm gaped in front of us.
    Ένα βάραθρο έχασκε μπροστά μας.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 966. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κοιτάζω, χάσκω