gape
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gape | gapes |
gape (en)
- το χασμουρητό
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | gape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gapes |
αόριστος | gaped |
παθητική μετοχή | gaped |
ενεργητική μετοχή | gaping |
gape (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 966. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, χάσκω