garçon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- garçon < δημώδης λατινική garciónem
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
garçon | garçons |
garçon (fr) αρσενικό (θηλυκό fille)
- παιδί, έφηβος
- (κατ’ επέκταση) αγόρι, νεαρός
- (κατ’ επέκταση) άρρενας
- (κατ’ επέκταση) εργένης
- (επάγγελμα) σερβιτόρος, γκαρσόν