garçonnière
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
garçonnière | garçonnières |
garçonnière (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
garçonnière | garçonnières |
garçonnière (fr) θηλυκό