garb
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]garb (en)
- τύπος ενδυμασίας
- saints in military garb - άγιοι με στρατιωτική ενδυμασία
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]garb (pl) αρσενικό
- η καμπούρα
- (μεταφορικά) το εξόγκωμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ως καμπούρα συντάσσεται με γενική (dopełniacz) (καμπούρα του...)
- ως εξόγκωμα συντάσσεται με την πρόθεση na και τοπική (miejscownik) (εξόγκωμα στο ...)