Μετάβαση στο περιεχόμενο

garb

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

garb (en)

  • τύπος ενδυμασίας
    saints in military garb - άγιοι με στρατιωτική ενδυμασία



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡarp/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

garb (pl) αρσενικό

  1. η καμπούρα
  2. (μεταφορικά) το εξόγκωμα


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • ως καμπούρα συντάσσεται με γενική (dopełniacz) (καμπούρα του...)
  • ως εξόγκωμα συντάσσεται με την πρόθεση na και τοπική (miejscownik) (εξόγκωμα στο ...)