garb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
garb (en)
- τύπος ενδυμασίας
- saints in military garb - άγιοι με στρατιωτική ενδυμασία
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
garb (pl) αρσενικό
- η καμπούρα
- (μεταφορικά) το εξόγκωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ως καμπούρα συντάσσεται με γενική (dopełniacz) (καμπούρα του...)
- ως εξόγκωμα συντάσσεται με την πρόθεση na και τοπική (miejscownik) (εξόγκωμα στο ...)