garnek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | garnek | garnki |
γενική | garnka | garnków |
δοτική | garnkowi | garnkom |
αιτιατική | garnek | garnki |
οργανική | garnkiem | garnkami |
τοπική | garnku | garnkach |
κλητική | garnku | garnki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
garnek (pl) αρσενικό