garrot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
garrot (fr) αρσενικό
- μικρό κυλινδρικό ξύλο που περνάει μέσα από ένα σχοινί και, περιστρεφόμενο, λειτουργεί ως σφιγκτήρας
- (κατʼ επέκταση) το μαρτύριο του σταγγαλισμού
- (ιατρική) ο αιμοστατικός επίδεσμος, το τουρνικέ που χρησιμεύει στη μείωση της ροής του αίματος
- → δείτε τις λέξεις αιμοστατικός και επίδεσμος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
garrot στη γαλλική Βικιπαίδεια