gas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- gas < (άμεσο δάνειο) ολλανδική gas
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gas (en)
- αέριο
- εστία μαγειρέματος που λειτουργεί με υγραέριο (με γκάζι)
- το μεθάνιο και εν γένει τα «αέρια» που εκλύονται από τον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων ως αποτέλεσμα της πέψης (με τις ποδρές)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- gas < περικοπή του gasoline
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gas (en)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gas (it)
- αέριο
- γκάζι
- πατάω γκάζι στο αυτοκίνητο