gas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gas-

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

gas < (άμεσο δάνειο) ολλανδική gas

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gas (en)

  1. αέριο
  2. εστία μαγειρέματος που λειτουργεί με υγραέριο (με γκάζι)
  3. το μεθάνιο και εν γένει τα «αέρια» που εκλύονται από τον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων ως αποτέλεσμα της πέψης (με τις ποδρές)

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

gas < περικοπή του gasoline

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gas (en)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gas (it)

  1. αέριο
  2. γκάζι
  3. πατάω γκάζι στο αυτοκίνητο