gathering
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gathering | gatherings |
gathering (en)
- συγκέντρωση, συνάντηση πολλών ανθρώπων
- ↪ a family gathering - μια οικογενειακή συγκέντρωση
- συγκέντρωση, συλλογή, μάζεμα (η ενέργεια με την οποία μαζεύεις, συλλέγεις, συγκεντρώνεις πράγματα)
- ↪ information gathering - συλλογή πληροφοριών
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
gathering (en)