gaudriole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gaudriole < από το παλαιό ρήμα gaudir (χαίρομαι), κατά το cabriole (χοροπήδημα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡo.dʁi.jɔl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gaudriole | gaudrioles |
gaudriole (fr) θηλυκό
- (οικείο)