gavage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gavage | gavages |
gavage (fr) αρσενικό
- το μπούκωμα
ενικός | πληθυντικός |
gavage | gavages |
gavage (fr) αρσενικό