gaydar
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gaydar < συμφυρμός των gay + radar, κυριολεκτικά: ραντάρ (ανίχνευσης) ομοφυλόφιλων
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gaydar (en)
- (νεολογισμός, προφορικό) η διαίσθηση (πραγματική ή υποτιθέμενη) ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται το σεξουαλικό προσανατολισμών άλλων προσώπων, αν είναι ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος ή ετεροφυλόφιλος, κρίνοντας από την ομιλία, τις κινήσεις του σώματος και από άλλα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
gaydar στην αγγλική Βικιπαίδεια