Μετάβαση στο περιεχόμενο

gazelle

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gazelle (en)



      ενικός         πληθυντικός  
gazelle gazelles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gazelle (fr) θηλυκό