gazelle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gazelle (en)
- (θηλαστικό ζώο) η γαζέλα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gazelle | gazelles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gazelle (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η γαζέλα