geam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- geam < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική < τουρκική cam
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
geam (ro)