Μετάβαση στο περιεχόμενο

gear up

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας gear up
γ΄ ενικό ενεστώτα gears up
αόριστος geared up
παθητική μετοχή geared up
ενεργητική μετοχή gearing up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gear up <  δείτε τις λέξεις gear και up

gear up (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • ετοιμάζω, προετοιμάζω να κάνω κάτι
    παράδειγμα  The government is gearing the country up for war.
    Η κυβέρνηση ετοιμάζει τη χώρα για πόλεμο.
    παράδειγμα  While I was gearing up to head out, the phone rang.
    Ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο.
    παράδειγμα  They are gearing the soldiers up for an attack.
    Προετοιμάζουν τους στρατιώτες για επίθεση.
    παράδειγμα  The student is gearing up for exams.
    Ο μαθητής προετοιμάζεται για τις εξετάσεις.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη prepare