gear up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | gear up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | gears up |
| αόριστος | geared up |
| παθητική μετοχή | geared up |
| ενεργητική μετοχή | gearing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]gear up (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- ετοιμάζω, προετοιμάζω να κάνω κάτι
The government is gearing the country up for war.
- Η κυβέρνηση ετοιμάζει τη χώρα για πόλεμο.
While I was gearing up to head out, the phone rang.
- Ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο.
They are gearing the soldiers up for an attack.
- Προετοιμάζουν τους στρατιώτες για επίθεση.
The student is gearing up for exams.
- Ο μαθητής προετοιμάζεται για τις εξετάσεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη prepare