gegenseitig
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
gegenseitig (de)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in gegenseitigem Einverständnis - με κοινή απόφαση
- sich gegenseitig helfen - αλληλοβοηθούμαι