gegenseitig
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]gegenseitig (de)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- in gegenseitigem Einverständnis - με κοινή απόφαση
- sich gegenseitig helfen - αλληλοβοηθούμαι