gehören
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡəˈhøːʁən/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ge‐hö‐ren
Ρήμα
[επεξεργασία]gehören (de)
- ανήκω
- wem gehört dieses Buch? - σε ποιον ανήκει αυτό το βιβλίο;
gehören (de)