geisha

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
geisha < ιαπωνική 芸者 (geisha), “‘καλλιτέχνις’”

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

geisha (en)