genährt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Μετοχή[επεξεργασία]

genährt (de)

Κλίση[επεξεργασία]