general
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- general < (κληρονομημένο) μέση αγγλική general < αγγλονορμανδική general / generall < μέση γαλλική general < λατινική generalis < genus (είδος) + -alis
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | general |
συγκριτικός | more general |
υπερθετικός | most general |
general (en)
- γενικός, που επηρεάζει όλα ή τα περισσότερα άτομα, μέρη ή πράγματα
- ⮡ general amnesty - γενική αμνηστία
- ⮡ a general assembly - γενική συνέλευση
- ⮡ There is general pessimism over the development of the political situation.
- Γενική είναι η απαισιοδοξία για την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης.
- ⮡ The general good requires sacrifices from all of us.
- Το γενικό καλό απαιτεί θυσίες από όλους μας.
- γενικός, που αντιμετωπίζει κάτι συνολικά
- ⮡ Give me a general overview of the story.
- Δώσε μου μια γενική επισκόπηση της ιστορίας.
- ⮡ Give me a general overview of the story.
- γενικός, που δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο θέμα, χρήση ή δραστηριότητα
- ⮡ a general hospital - γενικό νοσοκομείο
- ⮡ general education - γενική μόρφωση/παιδεία
- γενικός, που προσβάλλει το σύνολο του οργανισμού
- ⮡ general anesthesia - γενική αναισθησία
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
general | generals |
general (en)
- (στρατιωτικός βαθμός) ο στρατηγός, η στρατηγίνα
- ⮡ The general rallied his men.
- Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
- ⮡ The general rallied his men.
- (ΗΠΑ) πτέραρχος
- ≈ συνώνυμα: air chief marshal (ΗΒ)
Πηγές
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
general | generales |
general (es)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
general | generales |
general (es) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]general (pt)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]general (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του general
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un general | generalul | nişte generali | generalii |
γενική | a unui general | generalului | a unor generali | generalilor |
δοτική | unui general | generalului | unor generali | generalilor |
αιτιατική | un general | generalul | nişte generali | generalii |
κλητική | — | - | — | - |
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλονορμανδικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (αγγλικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Επίθετα (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επίθετα (πορτογαλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)