generalize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
generalize (en)
- γενικεύω
- γενικεύομαι (εξαπλώνομαι σε όλο το σώμα)