generic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]generic (en)
- γενικός
- γενόσημος (ειδικά όταν αναφέρεται στα φάρμακα)
- γένιος
- γενοϊκός
- (μαθηματικά) γένιος, τυπικός
- Αll the elements of a set that do not belong to a meager subset are called generic elements.'
- Όλα τα στοιχεία ενός συνόλου που δεν ανήκουν σε ένα ισχνό υποσύνολο ονομάζονται τυπικά στοιχεία.
Παράδειγμα 2:
A filter that intersects all dense subsets is called generic. Ένα φίλτρο που τέμνει όλα τα πυκνά υποσύνολα ονομάζεται γένιο.